- μεταβάτης
- μετα-βάτης [ᾰ], ου, ὁ, = Lat.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβάτης — μεταβάτης, o (ΑM) [μεταβαίνω] μσν. 1. αυτός που μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο 2. μτφ. αποστάτης 2. εκκλ. επίσκοπος που μετατίθεται αντικανονικά από μία επισκοπή σε άλλη αρχ. ιππέας που μπορεί να μεταπηδά από το ένα άλογο στο άλλο,… … Dictionary of Greek
μεταβάτης — desultor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατῶν — μεταβάτης desultor masc gen pl μεταβατός allowing of passage fem gen pl μεταβατός allowing of passage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβάτην — μεταβάτης desultor masc acc sg (attic epic ionic) μεταβαίνω pass over aor ind act 3rd dual (epic) μεταβαίνω pass over aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβάτω — μεταβάτης desultor masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβάτας — μεταβάτᾱς , μεταβάτης desultor masc acc pl μεταβάτᾱς , μεταβάτης desultor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek